- θαυμάσω
- θαυμάζωwonderaor subj act 1st sgθαυμάζωwonderfut ind act 1st sgθαυμάζωwonderaor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θαυμασείω — (Μ) τείνω να θαυμάσω, ποθώ να θαυμάσω. [ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικό τού θαυμάζω με την κατάλ. σείω (πρβλ. εργασείω)] … Dictionary of Greek
επισκέπτομαι — (AM ἐπισκέπτομαι) [σκέπτομαι] 1. πηγαίνω στο σπίτι κάποιου για να τόν δω, να τόν χαιρετήσω, να τού ευχηθώ κ.λπ. («ἠσθένησα, καί ἐπισκέψασθέ με», ΚΔ) 2. (για γιατρό) πηγαίνω σε άρρωστο για να τόν εξετάσω 3. (για αξιωματούχους) επιθεωρώ νεοελλ.… … Dictionary of Greek
επισκέπτομαι — επισκέφτηκα, μτβ. 1. έρχομαι σε κάποιο μέρος για να παρατηρήσω, να εξετάσω ή να θαυμάσω κάτι: Επισκεφτήκαμε πολλά μουσεία. 2. πηγαίνω στο σπίτι κάποιου για να τον ιδώ (να τον χαιρετήσω, να του ευχηθώ, να τον συλλυπηθώ κτλ.), του κάνω επίσκεψη. 3 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ИОИЛЬ — Прор. Иоиль. Мозаика ц. Панагии Паригоритиссы в Арте, Греция. Ок. 1290 г. Прор. Иоиль. Мозаика ц. Панагии Паригоритиссы в Арте, Греция. Ок. 1290 г. Прор. Иоиль. Фрагмент иконы «Пророки Иаков, Захария, Малахия, Иоиль» из иконостаса собора… … Православная энциклопедия